Αποκλεισμός νομικού προσώπου από τη διαδικασία υποβολής παραπόνου στο Χρηματοοικονομικό Επίτροπο λόγω ετήσιου κύκλου εργασιών που υπερβαίνει το καθορισμένο χρηματικό όριο

του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου σε Σ.Διονυσίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Με τον Νόμο περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως του 2010 (84(I)/2010) συστάθηκε το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με τον τίτλο “Ενιαίος Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης”, ή όπως έχει επικρατήσει «Χρηματοοικονομικός Επίτροπος». Ο Φορέας επιλαμβάνεται παραπόνων από καταναλωτές εναντίον χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με σκοπό το διακανονισμό των διαφορών που ενδέχεται να έχουν καταναλωτές υπηρεσιών χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων εναντίον χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων.[1]

Αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι το ποιος δικαιούται να υποβάλλει παράπονο στον Επίτροπο σύμφωνα με την ορισμένη διαδικασία και ποιά τα κριτήρια που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής. Δικαίωμα σύμφωνα με το Νόμο[2] έχουν:

1.(α) φυσικά πρόσωπα:

(β) νομικά πρόσωπα, των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών κατά το έτος που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000):

(γ) φιλανθρωπικό ίδρυμα ή σωματείο ή ένωση προσώπων, του οποίου τα ετήσια έσοδα κατά το έτος που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνουν τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000):

(δ) καταπίστευμα, το καθαρό ενεργητικό του οποίου κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000):

(ε) ταμείο προνοίας, το καθαρό ενεργητικό του οποίου κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000):

(2) Καταναλωτής του οποίου η πιστωτική διευκόλυνση εξαγοράζεται από εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου, έχει το δικαίωμά υποβολής παραπόνου στον Επίτροπο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Σύμφωνα με την παραπάνω νομοθεσία, για τα νομικά πρόσωπα, τα σωματεία, τα καταπιστεύματα και τα ταμεία προνοίας καθιερώνεται χρηματικό όριο που αφορά κατά περίπτωση ετήσιο κύκλο εργασιών, ετήσια έσοδα, ενεργητικό κλπ.

Αν λάβουμε ως παράδειγμα τα νομικά πρόσωπα, που θα είναι η συνηθέστερη περίπτωση κατά την οποία εταιρείες προτίθενται να υποβάλλουν παράπονο στον Επίτροπο, το πεδίο εφαρμογής περιορίζεται μόνο σε εκείνα τα ν.π. που ο κύκλος εργασιών τους κατά το έτος που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000). [3] Επομένως εταιρείες που ο κύκλος εργασιών τους είναι από €350.001 και πάνω αποκλείονται από την δυνατότητα υποβολής παραπόνου.  Σημειώνουμε ότι το όριο με τον αρχικό Νόμο του 2010 ήταν μικρότερο (250.000 ευρώ) και αυξήθηκε στο σημερινό με το Τροποποιητικό Νόμο 174(Ι) του 2017.

Ο Νόμος περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα αποτελεί κατ’ ουσία ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2013/11/ΕΕ για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ.

Σύμφωνα με την Οδηγία, μπορεί να τεθεί χρηματικό όριο ως προς την αξία του αντικειμένου της αξίωσης αλλά δεν υπάρχει σχετική πρόνοια για ετήσιο κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή ετήσια έσοδα ή ενεργητικό. Γίνται γενική αναφορά μόνο σε διαδικαστικούς κανόνες που μπορούν να τεθούν από τους φορείς.

Και ναι μεν η Οδηγία αναγνωρίζει το δικαίωμα στους εθνικούς φορείς εξώδικης επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ) να θεσπίζουν  διαδικαστικούς κανόνες που θα τους παρέχουν τη δυνατότητα να αρνούνται να εξετάζουν διαφορές υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ωστόσο η Οδηγία διευκρινίζει ότι «διαδικαστικοί κανόνες οι οποίοι επιτρέπουν σε φορείς ΕΕΔ να αρνηθούν να εξετάσουν μια διαφορά δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν σημαντικά την πρόσβαση των καταναλωτών στις διαδικασίες ΕΕΔ, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων διασυνοριακών διαφορών». Και ειδικότερα τονίζεται ότι «όταν προβλέπεται ανώτατο χρηματικό όριο, τα κράτη μέλη θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνουν υπόψη ότι η πραγματική αξία μιας διαφοράς μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών και κατά συνέπεια ο καθορισμός δυσαναλόγως υψηλού ανώτατου χρηματικού ορίου σε ένα κράτος μέλος μπορεί πρακτικώς να παρεμποδίζει την πρόσβαση των καταναλωτών από άλλα κράτη μέλη στις διαδικασίες ΕΕΔ».[4]

Κρίσιμη εν προκειμένω είναι η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 5 της Οδηγίας:

«4. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν στους φορείς ΕΕΔ να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν διαδικαστικούς κανόνες οι οποίοι τους δίνουν τη δυνατότητα να αρνηθούν να εξετάσουν μια συγκεκριμένη διαφορά διότι:

α) ο καταναλωτής δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον έμπορο προκειμένου να συζητήσει την καταγγελία του και να επιδιώξει, ως πρώτο βήμα, να επιλύσει το πρόβλημα απευθείας με αυτόν·

β) η διαφορά είναι επουσιώδης ή βασίζεται σε κακόβουλη καταγγελία·

γ) η διαφορά εξετάζεται ή έχει εξεταστεί προηγουμένως από άλλο φορέα ΕΕΔ ή από δικαστήριο·

δ) η αξία του αντικειμένου της αξίωσης είναι κατώτερη ή ανώτερη από συγκεκριμένο ποσό·

ε) ο καταναλωτής δεν υπέβαλε την καταγγελία στον φορέα ΕΕΔ εντός προκαθορισμένης προθεσμίας· οι προθεσμίες δεν πρέπει να είναι μικρότερες από ένα έτος από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής υπέβαλε την καταγγελία στον έμπορο·

στ) η εξέταση μιας τέτοιας διαφοράς θα έβλαπτε σημαντικά την αποτελεσματική λειτουργία του φορέα ΕΕΔ».

Από τις ως άνω περιπτώσεις, περιορισμός που ανάγεται σε χρηματικό όριο είναι μόνο εκείνος της υπό δ’, δηλαδή που αφορά στην αξία του αντικειμένου της αξίωσης. Δεν γίνεται ειδική αναφορά σε κριτήρια ετήσιου κύκλου εργασιών, ετήσιων εσόδων ή ενεργητικού. Εκεί που η Οδηγία ήθελε να θέσει συγκεκριμένο κριτήριο, το έπραξε με το κριτήριο της αξίας του αντικειμένου της αξίωσης. Μια διασταλτική ερμηνεία που δίνει το δικαίωμα στα κράτη-μέλη να προσθέτουν αυθαίρετα επιπλέον κριτήρια περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής του Νόμου δεν είναι επιτρεπτή , ούτε εξυπηρετεί το σκοπό του Ευρωπαίου Νομοθέτη.

Αλλά ακόμα πιο σημαντικό από το γράμμα της Οδηγίας, είναι το πνεύμα της που καθορίζεται ρητά μέσω της διάταξης της παρ.4 του άρθρου 5, η οποία επί λέξει έχει ως εξής: «Οι διαδικαστικοί αυτοί κανόνες δεν παρεμποδίζουν σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση των καταναλωτών στις διαδικασίες ΕΕΔ, περιλαμβανομένων των διασυνοριακών διαφορών».

Το ίδιο πνεύμα επαναλαμβάνει και η επόμενη παράγραφος 5 του άρθρου 5 της Οδηγίας σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν στους φορείς ΕΕΔ επιτρέπεται να θεσπίζουν προκαθορισμένα χρηματικά όρια προκειμένου να περιορίσουν την πρόσβαση σε διαδικασίες ΕΕΔ, τα όρια να μην ορίζονται σε τέτοιο επίπεδο ώστε να παρεμποδίζουν σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση των καταναλωτών στην εξέταση καταγγελιών από φορείς ΕΕΔ.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ο αποκλεισμός από την διαδικασία υποβολής παραπόνου στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο νομικών προσώπων που ο ετήσιος κύκλος εργασιών τους υπερβαίνει τις 350.000 ευρώ δεν φαίνεται θεμιτός, δεν δικαιολογείται και υπερβαίνει την διακριτική ευχέρεια των φορέων να θέτουν περιορισμούς στην εξέταση παραπόνων ενώπιών τους. Γιατί ενώ το αντικείμενο της αξίωσής τους έναντι μιας τράπεζας για παράδειγμα θα μπορούσε να πληροί τις προϋποθέσεις εξέτασης της περίπτωσης από τον φορέα εξώδικης επίλυσης, τα νομικά πρόσωπα που τυγχάνουν να έχουν κύκλο εργασιών πάνω από το νομοθετημένο όριο, θα αποκλείονται από τη διαδικασία στη βάση ενός, στην πραγματικότητα, άσχετου κριτηρίου και αυτό συνιστά άδικο αποτέλεσμα που έρχεται σε αντίθεση με το σκοπό και τη βούληση του συντάκτη της παραπάνω Οδηγίας της ΕΕ.

_________________

[1] Άρθρο 4 (1) του Νόμου.

[2] Άρθρο 10 του Νόμου

[3] Ο Νόμος διευκρινίζει ότι σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο συστάθηκε κατά τη διάρκεια του έτους που προηγείται του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο στον Επίτροπο, ως ετήσιος κύκλος εργασιών λογίζεται ο κύκλος εργασιών της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται το παράπονο μέχρι την ημερομηνία υποβολής του παραπόνου στον Επίτροπο με αναγωγή κατ’ αναλογίαν στους δώδεκα μήνες.

[4] Προοίμιο Οδηγίας §25

Share:

More Posts

Get in Touch

Seeking legal, business or immigration solutions in Cyprus? Contact us for a consultation.

Contact Info