Η αναζήτηση αχρεωστήτων ποσών από το Δημόσιο και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου

Του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου σε Σ.Διονυσίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Σύμφωνα με τον Νόμο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (άρθρο 53), αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής και της εύρυθμης διοίκησης η μετά πάροδο εύλογου χρόνου αναδρομική αναζήτηση χρημάτων που η διοίκηση κατέβαλε παράνομα και που έλαβαν καλόπιστα οι πολίτες, όπως αποδοχές ή συντάξεις.

Η αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και αφορά σε περιπτώσεις που η Διοίκηση απαιτεί την επιστροφή ποσών που μη νόμιμα ή/και εσφαλμένα καταβλήθηκαν στο διοικούμενο. Τα ποσά μπορεί να αφορούν μισθούς, συντάξεις, επιδόματα ακόμα και κρατικές ενισχύσεις.

Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των ποσών , ως αντικείμενη  στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης, υπό την προϋπόθεση ότι η  είσπραξη του ποσού ήταν καλόπιστη από τον διοικούμενο, πέρασε ικανό (εύλογο) χρονικό διάστημα μεταξύ είσπραξης και καταλογισμού ενώ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική αδυναμία επιστροφής του ποσού από τον διοικούμενο και οι όποιες οικονομικές συνέπειες στη διαβίωση αυτού ή/και της οικογένειάς του.

Σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, για να μπορεί να επιστραφεί ένα αδικαιολογήτως καταβληθέν ποσό, είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται είτε ότι ο λαβών εγνώριζε πράγματι την αντικανονικότητα της καταβολής είτε ότι η αντικανονικότητα αυτή ήταν τόσο εμφανής ώστε ο λαβών δεν μπορούσε να την αγνοεί.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της ΕΕ,  το δικαίωμα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να ανακτούν τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά πρέπει να σταθμίζεται με την υποχρέωσή τους να διασφαλίζουν το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως των διοικουμένων. Το δικαίωμα αυτό, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϋποθέτει καθήκον επιμέλειας, το οποίο επιβάλλει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο να εξετάζει και να επεξεργάζεται με επιμέλεια και προσοχή τους φακέλους που αφορούν τα οικονομικά δικαιώματα των διοικουμένων, στα οποία συγκαταλέγονται οι συντάξεις επιζώντος.[1]

Τα κυπριακά δικαστήρια εξετάζουν κατά κύριο λόγο αφενός την καλή πίστη του διοικουμένου, αφετέρου τον εύλογο χρόνο της αναζήτησης. Έχει κριθεί ότι η καλή πίστη συναρτάται με τη γνώση κατά τον ουσιώδη χρόνο και δεν έχει την έννοια της ορθής ή έντιμης συμπεριφοράς σε μεταγενέστερο χρόνο καθώς και ότι η έννοια της καλής πίστης ταυτίζεται με την εντιμότητα των πεποιθήσεων ή του σκοπού και προϋποθέτει την απουσία πρόθεσης εξαπάτησης ή εξασφάλισης αθέμιτου πλεονεκτήματος.[2]

Σε άλλη υπόθεση , η αιτήτρια είχε προσβάλει την απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου σύμφωνα με την οποία, ποσό σύνταξης που της καταβλήθηκε αχρεωστήτως, θα της αποκοπτόταν με μηνιαίες δόσεις από τη σύνταξή της. Παρά το γεγονός ότι ο ορθός υπολογισμός του ύψους της σύνταξης επρονοείτο με βάση τη σχετική νομοθεσία, εν τούτοις το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε κατ΄ αρχάς ότι δεν είχε εφαρμογή η αρχή ότι ο πολίτης δεν δικαιούται να επικαλείται άγνοια του νόμου και ότι θα όφειλε ο ίδιος να ενημερώσει για το λάθος. Όπως τονίστηκε, από καμιά διάταξη ή γενική αρχή δικαίου δεν συνάγεται υποχρέωση του διοικουμένου να προβαίνει ο ίδιος σε έλεγχο και να ειδοποιεί τη διοίκηση για τυχόν λάθη της. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η αιτήτρια είχε λάβει το επιπλέον ποσό καλόπιστα και όχι ως αποτέλεσμα απατηλής συμπεριφοράς ή δόλιας ενέργειας της ίδιας.[3]

Ομοίως κρίθηκε, σε περίπτωση επιδόματος, ότι ο αιτητής δεν ευθύνεται για την παράλειψη της Διοίκησης όπως κοινοποιήσει στον ίδιο την οποιαδήποτε απόφασή της για αποκοπή ποσού από το καθορισθέν επίδομά του, ότι ο αιτητής καλόπιστα λάμβανε ολόκληρο το ποσό του συμφωνηθέντος ή καθορισθέντος επιδόματος που του κατάβαλλε η Διοίκηση και ότι καμιά υποχρέωση δεν είχε ο αιτητής ή λόγο να διερευνούσε ο ίδιος θέμα που αφορούσε τυχόν αποκοπή από το καταβαλλόμενο επίδομά του.[4]

Επομένως, η οποιαδήποτε εκ των υστέρων και μετά από αδικαιολόγητη καθυστέρηση αποκοπή από το μισθό του αιτητή υπό τις ως άνω περιστάσεις, συνιστά παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όπως αυτές κατοχυρώνονται από τη νομολογία και τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999[5].

Πόσο είναι το εύλογο χρονικό διάστημα κρίνεται από τα δικαστήρια ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης. Κρίθηκε ότι ένας μήνας από την καταβολή αχρεωστήτως καταβληθέντων μισθών μέχρι τη διαπίστωση του λάθους ή δύο μήνες μέχρι την επιστολή προς την υπάλληλο γνωστοποίησης του σφάλματος και αναζήτησης των μισθών αποτελούν «εύλογο χρόνο». [6]

Αντιθέτως κρίθηκε ότι δεν αποτελεί εύλογο χρόνο τα 4 έτη: «Ο χρόνος που διέρρευσε μέχρι την ανακάλυψη του λάθους είναι 4 περίπου χρόνια. Στο μεταξύ το ποσό που συσσωρεύθηκε είναι σημαντικό σε βαθμό που μπορεί να επηρεάσει τις οικονομικές προοπτικές του αιτητή και τον προγραμματισμό του. Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη και οι άλλες αφαιρέσεις για τις υποχρεώσεις του».[7]

Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου υπό την εκδοχή της αναζήτησης αχρεωστήτων βρίσκει εφαρμογή και στο πεδίο των κρατικών ενισχύσεων.

Κρίθηκε ότι δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο το να λαμβάνονται υπόψη από σχετική εθνική νομοθεσία, για να αποκλειστεί η αναζήτηση ενισχύσεων που έχουν καταβληθεί χωρίς νόμιμη αιτία, κριτήρια, όπως η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η έκλειψη του πλουτισμού, η παρέλευση προθεσμίας ή το γεγονός ότι η διοίκηση γνώριζε ή λόγω βαριάς αμέλειας αγνοούσε ότι κακώς προέβαινε στη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων, με την επιφύλαξη, πάντως, ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις είναι οι ίδιες με τις προϋποθέσεις για την ανάκτηση οικονομικών παροχών αμιγώς εθνικών και ότι λαμβάνεται πλήρως υπόψη το συμφέρον της Κοινότητας[8].

Η μη αναζήτηση αχρεωστήτων ποσών από τη Διοίκηση υπό τις προϋποθέσεις του ευλόγου χρόνου από όταν καταβλήθηκαν παράνομα και λήφθηκαν καλόπιστα από τον διοικούμενο συντείνει στην ασφάλεια δικαίου και αποτρέπει τον αιφνιδιασμό των διοικουμένων και την ανατροπή της οικονομικής τους κατάστασης με κάθε δυνατή συνέπεια που αυτή μπορεί να επιφέρει. Η ρητώς προβλεπόμενη στο Νόμο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου αντίθεση μιας τέτοιας συμπεριφοράς του κράτους στις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης αυξάνει το επίπεδο προστασίας του πολίτη έναντι της απρόσωπης και γραφειοκρατικής Διοίκησης.

Το παρόν άρθρο έχει μόνο ενημερωτικό χαρακτήρα. Για εξειδικευμένη νομική συμβουλή σε κάθε ζήτημα διοικητικού δικαίου, επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλ. +357 22 272 360 και στο email : info@dplawcyprus.com

________________

[1] Αποφαση του Δικαστηρίου Δημ.Διοίκησης ΕΕ (τρίτο τμήμα) της 5ης Φεβρουαρίου 2016, Υπόθεση F‑96/14 Hilde Bulté και Tom Krempa κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

[2] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 6/2013, 10/7/2019 

[3] Ψαθά ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α ΑΑΔ 82

[4] Γ.ΑΡΤΕΜΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1582/2009, 26 Ιανουαρίου 2012    

[5] Ο.π.

[6] Σολωμού Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 169    

[7] Tσικουρής Άκης ν. Aρχής Λιμένων Kύπρου (1990) 3 ΑΑΔ 4417    

[8] Απόφαση του Ευρωπ.Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1983 στην υπόθεση Deutsche Milchkontor GmbH and others v Federal Republic of Germany

 

Share:

More Posts

Get in Touch

Seeking legal, business or immigration solutions in Cyprus? Contact us for a consultation.

Contact Info