Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, Δικηγόρος σε Σ.Διονυσίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Ένα διαζύγιο δεν σημαίνει μόνο το τέλος ενός γάμου και μιας συμβίωσης. Μετά την λύση της έννομης σχέσης του γάμου είναι πιθανό να προκύψουν σημαντικά ζητήματα που ανάγονται στις περιουσιακές σχέσεις των πρώην συζύγων.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, εφόσον η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
Η ρύθμιση αυτή εχει σκοπό να προστατεύσει εκείνο το σύζυγο που ενώ ο ίδιος δεν βελτίωσε την περιουσιακή του κατάσταση κατά τη διάρκεια του γάμου ή της συμβίωσης, όπως π.χ. με το να αποκτήσει κάποιο ακίνητο ή να αυξήσει τις προσωπικές του καταθέσεις, εντούτοις είχε συμβολή στην βελτίωση της οικονομικής θέσης του συζύγου του.
Όταν η συνεισφορά είναι δυσχερές να αποτιμηθεί ή όταν αμφισβητείται , αυτή τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν: (α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία και (β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις παραπάνω αιτίες.
Υπάρχει από το νόμο η δυνατότητα ο σύζυγος να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο προκειμένου να εκδοθεί διάταγμα με το οποίο ο άλλος σύζυγος υποχρεούται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοση του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ’ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.
Μάλιστα θεωρείται ποινικό αδίκημα η παροχή ψευδών και ανακριβών πληροφοριών στην παραπάνω περίπτωση, όπως και η άρνηση ή η καθυστέρηση του συζύγου να συμμορφωθεί με το διάταγμα του δικαστηρίου.
Περαιτέρω το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει ύστερα από αίτηση διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται ο σύζυγος να διαθέσει, να αποξενώσει ή να επιβαρύνει την περιουσία του ή μέρος της. Επίσης δύναται να διατάξει την ακύρωση κάθε μεταβίβασης, διάθεσης ή επιβάρυνσης της περιουσίας ή μέρους της, η οποία έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των παραπάνω διατάξεων.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στα αποκτήματα του άλλου παραγράφεται τρία χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου.
Επίσης η αξίωση είναι προσωποπαγής, δεν μεταβιβάζεται δηλαδή στους κληρονόμους, αν ο/η σύζυγος πεθάνει ούτε και εκχωρείται.
To παρόν άρθρο έχει μόνο ενημερωτικό χαρακτήρα. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα αλλά και κάθε ζήτημα οικογενειακού δικαίου (διαζύγιο, διατροφή, γονική μέριμνα, δικαίωμα επικοινωνίας κλπ) επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλ. +357 22272360 ή στο email info@dplawcyprus.com